- σπουδαχτικά
- Νεπίρρ. βλ. σπουδαχτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαχτικός — ή, ό, Ν [σπουδάζω] βιαστικός, γρήγορος. επίρρ... σπουδαχτικά Ν γρήγορα, βιαστικά … Dictionary of Greek
σπουδαστικός — σπουδαστικός, ή, ό και σπουδαχτικός, ή, ό επίρρ. ά βιαστικός, γρήγορος: Τα ίχνη αλλάζοντας σπουδαχτικά (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)